- μεγαλοκευθής
- μεγᾰλοκευθής1 with vast interior
μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις P. 2.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις P. 2.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεγαλοκευθής — μεγαλοκευθής, ές (Α) αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ κευθής] … Dictionary of Greek
μεγαλοκευθέεσσιν — μεγαλοκευθής concealing much masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek